- ὑπηρέα
- ὑπηρ-έα and [suff] ὑπηρ-ία, ἡ,A = ἐπήρεια, PFlor.189.3 (iii A. D.), BGU908.10 (ii A. D.) .
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπηρέα — και ὑπηρία, ἡ, Α κακομεταχείριση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί τού ἐπήρεια, κατ επίδραση τού ὑπό] … Dictionary of Greek